ὑποδεικνύω

ὑποδεικνύω
ὑποδείκνυμι
show
pres subj act 1st sg
ὑποδείκνυμι
show
pres subj act 1st sg
ὑποδείκνυμι
show
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

  • υποδεικνύω — υποδεικνύω, υπέδειξα βλ. πίν. 87 και (σπάν.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανθυποδεικνύω — υποδεικνύω κι εγώ κάτι σε κάποιον που μου κάνει υποδείξεις …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • παρεγγυώ — άω, ΜΑ 1. συνιστώ, υποδεικνύω (α. «τοῡτ ἐγὼ παρεγγυῶ», Μένανδρ. β. «εἰρἡνην ἡμῑν παρεγγυᾷ», Επιφάν.) 2. διατάσσω, εκδίδω εντολή (α. «καθὼς ὁ Νόμος παρεγγυᾷ», Γρηγ. Νύσ. β. «ταῡτα παρηγγύα πρός τινα», Άννα Κομν.) μσν. υποδεικνύω, υποδηλώνω αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • συνυποδείκνυμι — και συνυποδεικνύω Α [ὑποδείκνυμι / ὑποδεικνύω] υποδεικνύω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συνυποδεῑξαι τὰς ὁδοὺς αὐτοῑς», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • συνίσταμαι — συνίσταμαι, συστάθηκα βλ. πίν. 133 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνιστώ — συνιστώ, συνέστησα βλ. πίν. 158 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”